κλιμάκιον

κλιμάκιον
κλῑμᾰκ-ιον, τό, Dim. of κλῖμαξ, Ar.Pax 69, Hp.Art.6, Demioprat. ap. Poll.10.171, Aristopho 4;
A

κ. ξύλινον περίχρυσον ὄφεσιν ἀργυροῖς διεζωμένον IG11(2).161

B35 (Delos, iii B.C.), cf. PLond.3.1164 (h) 9 (iii A.D.).
2 = κλιμακτήρ 1, Heliod. ap.Orib.48.60.1.
3 bier, Hsch. s.v. κλιματοφόρος.
4 = κλιμακίς 4, Hp.Art.6 (as τινὲς ap.Apollon.Cit.1).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλιμάκιον — κλῑμάκιον , κλιμάκιον h neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάκιο — το (AM κλιμάκιον) [κλίμαξ] νεοελλ. 1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση 2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια τού κόμματος») 3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՆԴՂԱՄԱՏՆ — (տին, տունք, տանց.) NBH 2 0693 Chronological Sequence: 11c, 13c գ. κλιμάκιον lignum in scala transversum, gradus. Իւրաքանչիւր աստիճան սանդղոց՝ որպէս մատն մատն. ... *Առաջին աստիճանն եւ սանդղամատն՝ խոնարհութիւնն է, զոր հոգւով աղքատութիւն կոչէ. Վրդն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κλιμακίοις — κλῑμακίοις , κλιμάκιον h neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίου — κλῑμακίου , κλιμάκιον h neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίων — κλῑμακίων , κλιμάκιον h neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίῳ — κλῑμακίῳ , κλιμάκιον h neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάκια — κλῑμάκια , κλιμάκιον h neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”